πεζικάρης

πεζικάρης
και πεζικάριος, ο
στρατιώτης τού πεζικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζικό + κατάλ. -άρης / -άριος (πρβλ. λυρ-άρης, αποθηκ-άριος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”